Η τοπική κοινότητα Βαλτοχωρίου βρίσκεται νοτιοανατολικά της Χαλκηδόνας, δυτικά από τον Αξιό ποταμό . Πριν την εφαρμογή του ‘Καλλικράτη’ υπαγόταν
διοικητικά στο Δήμο Χαλκηδόνας. Σύμφωνα με την απογραφή του 2011, αριθμεί 190 κατοίκους . Ιστορικά το χωριό υπήρχε από τον καιρό της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, το όνομα
που είχε, όμως, τότε, δεν είναι γνωστό . Τον καιρό της τουρκοκρατίας, το χωριό έφερε την τουρκική ονομασία “Σάριτσα” . Επίσης, χρησιμοποιούνταν και κάποιες
παραλλαγές αυτού του ονόματος, όπως “Σαρίτσι” και “Σαρίτσοβο” . Η προέλευση του ονόματος αυτού δεν είναι σαφής.

Κατά μία εκδοχή, προέρχεται από την τουρκική λέξη σαρί, που χρησιμοποιείται για να περιγράψει τον κίτρινο, τον ωχρό άνθρωπο . Οι κάτοικοι του χωριού, όπως και οι περισσότεροι κάτοικοι της περιοχής, ταλαιπωρούνταν από την ελονοσία, λόγω των βάλτων και των κουνουπιών . Έτσι, πιθανόν, το όνομα δόθηκε στο χωριό, λόγω του ωχρού χρώματος, που είχαν οι
ασθενικοί κάτοικοί του . Υπάρχουν, ωστόσο, και διαφορετικές απόψεις. Για παράδειγμα, ότι η λέξη σάριτσα σημαίνει στα τουρκικά σφήκα ή μέλισσα . Οπότε, η ονομασία του χωριού πιθανόν να σήμαινε κάτι σαν “Μελισσοχώρι”. Πριν τους βαλκανικούς πολέμους ήταν ιδιοκτησία μουσουλμάνου τσιφλικά .

Εδώ ζούσαν 230 περίπου μακεδονόφωνοι χριστιανοί, διαιρεμένοι σε εξαρχικούς και πατριαρχικούς. Το όνομα Βαλτοχώρι, δόθηκε στο χωριό το 1927 μετά την ψήφιση νομοσχεδίου
από την Ελληνική Βουλή, για την αλλαγή των τουρκικών τοπωνυμιών. Το όνομα αυτό επιλέχτηκε γιατί, εκείνη την εποχή, μεγάλες εκτάσεις του χωριού
καλύπτονταν από βάλτους. Το 1928 ο οικισμός είχε πληθυσμό σχεδόν 280 άτομα, αλλά οι 100 από αυτούς ήταν ετεροδημότες.

Η κατάσταση, βέβαια, διορθώθηκε αργότερα με αποστραγγιστικά έργα. Τα βαλτοτόπια εξαφανίστηκαν και στη θέση τους εμφανίστηκαν μεγάλες καλλιεργήσιμες εκτάσεις.
Σήμερα, η πλειοψηφία των κατοίκων ασχολείται με τη γεωργία. Οι κυριότερες καλλιέργειες είναι ρυζιού και καλαμποκιού, ενώ σε μικρότερο βαθμό καλλιεργούνται βαμβάκι και μηδική.