Η τοπική κοινότητα Παρθενίου βρίσκεται στο ενδιάμεσο της νομαρχιακής οδού, που συνδέει το Άδενδρο με τη Χαλκηδόνα. Μέχρι την εφαρμογή του νόμου
‘Καλλικράτης’ υπαγόταν διοικητικά στον πρώην Δήμο Χαλκηδόνας. Σύμφωνα με την απογραφή του 2011, αριθμεί 495 κατοίκους και διέθετε μέχρι πρόσφατα
Νηπιαγωγείο και Δημοτικό σχολείο. Παρατηρείται για πρώτη φορά, ως ανώνυμος οικισμός στην αρχαία περιοχή της Βοττιαίας. Έτσι ονομάζονταν κατά την αρχαιότητα, πριν την έλευση των
Μακεδόνων, η περιοχή που εκτείνονταν ανάμεσα στους ποταμούς Λουδία και Αξιό. Την εποχή της τουρκοκρατίας, στον οικισμό δόθηκε η τουρκική ονομασία “Τσόχαλαρ”. Η ονομασία αυτή δόθηκε στο χωριό λόγω της απασχόλησης των κατοίκων του χωριού με την επεξεργασία τσόχας.
Ήταν ιδιοκτησία μουσουλμάνου τσιφλικά. Εδώ ζούσαν περίπου 150 μακεδονόφωνοι χριστιανοί (εξαρχικοί και πατριαρχικοί) και 50 μουσουλμάνοι Τσιγγάνοι. Το 1927, η “Επιτροπεία Τοπωνυμίων της Ελλάδος” έδωσε στο χωριό την ελληνική ονομασία Παρθένιο. Υπάρχουν δύο εκδοχές για την προέλευση αυτού του ονόματος. Η μία εκδοχή είναι, ότι το όνομα αυτό προέκυψε από το χωριό Παρθενών της Μικράς Ασίας, από το οποίο καταγόταν ο τότε δάσκαλος του χωριού, Καλαφατίδης. Η άλλη εκδοχή είναι ότι το όνομα αυτό δόθηκε στο χωριό εις μνήμη του Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης, Παρθενίου. Το 1923-1924 οι μουσουλμάνοι κάτοικοι του οικισμού έφυγαν για την Τουρκία, ενώ ήρθαν ισάριθμοι χριστιανοί πρόσφυγες. Το 1928 ο πληθυσμός του χωριού ήταν σχεδόν 240 άτομα, εκ των οποίων 50 ήταν πρόσφυγες.
Επομένως ο πληθυσμός του χωριού, διαμορφώθηκε από τους γηγενείς, αυτόχθονες κατοίκους, από Πόντιους πρόσφυγες, οι οποίο έφθασαν στο χωριό μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και τέλος, από Βλάχους και Σαρακατσάνους, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν σταδιακά στο Παρθένιο από το 1928 έως το 1935. Σήμερα οι κάτοικοι του χωριού ασχολούνται κυρίως με τη γεωργία. Στο Παρθένιο καλλιεργούνται ρύζι, καλαμπόκι, βαμβάκι, τεύτλα και σπαράγγια. Αρκετοί, επίσης, κάτοικοι του χωριού ασχολούνται και με την κτηνοτροφία.